24-30/09/2015 Πλατεία Καπνεργάτη
Τα κτίρια της λήθης
Βυθισμένος στις παλιές
φωτογραφίες της πόλης που δεν πρόλαβα να ζήσω, που ενώ
την περπάτησα δεν την γνώρισα, που χάθηκε μέσα στην
ελκυστική κυριαρχία του μπετόν και της ασφάλτου, την
απώλειά της βιώνω, Καβάλα της μνήμης και της λήθης, μέσα
από εικόνες που διηγηματικά μου μεταφέρθηκε από οικεία
πρόσωπα και αναπλάθω με την όποια δύναμη της φαντασίας
διαθέτω. Ψάχνω μάταια να βρω την πόλη του καπνού και των
αρχοντόσπιτων του Αϊ-Γιάννη και της Αγίας Βαρβάρας, το
λιμάνι του Βορρά, την πόλη των προσφύγων και τελικά
ανακαλύπτω ελάχιστα εναπομείναντα κτίρια, τα περισσότερα
εγκαταλελειμμένα που αποπνέουν ακόμα την αρχέγονη ιδέα
της ομορφιάς και απαιτούν περίσσια προσπάθεια αναζήτησης
στις παλιές καρτ ποστάλ της εποχής που εξιδανίκευσα.
Η ιστορία της πόλης
μετατρέπεται σε ερείπια, μισογκρεμισμένα στολίδια ενός
αστικού περιβάλλοντος που συνθλίβονται, ενώ είναι
απαραίτητα για να διατηρηθεί η συνέχεια και η κουλτούρα
της ζωής μας, όπως ομοιογενές και απαράλλακτο είναι το
πρότυπο που όλοι μοιραστήκαμε. Αντικαθιστώντας τα παλιά
μας σπίτια με διαμερίσματα νεκροταφεία και με τα οποία
τόσα χρόνια ερωτοτροπούμε, γίναμε οι τυμβωρύχοι ενός
πτώματος, με αντάλλαγμα την ευμάρεια, την πρόοδο, τον
πλουτισμό και την κατανάλωση, μιμούμενοι τα πρότυπα που
τόσο εύκολα υιοθετήσαμε στις επίπεδες, 3D πλέον,
τηλεοράσεις μας. Πιστέψαμε στην αιώνια μαγική αντοχή του
μπετόν, αφού κανείς δεν βρέθηκε να μας πει πως το όνειρο
έχει ημερομηνία λήξης, το μπετόν δεν μπορεί ούτε τη ζωή
ενός ανθρώπου να ξεπεράσει.
Κάνοντας μια βόλτα
στην πόλη βρίσκω κτίρια - απομεινάρια άλλων εποχών που
δημιουργούν νεκρές νησίδες εντελώς αποκομμένες από τις
σημερινές δραστηριότητες των πολιτών. Κτίρια - δημόσιους
κίνδυνους, που παραμένουν ανέγγιχτα εδώ και δεκαετίες.
Κτίρια – μνημεία που σταδιακά αφήνονται να καταστραφούν
και να εξαφανίσουν μαζί τους και την ιστορία της πόλης.
Ιστορικά σύνολα παρατημένα στην τύχη της ατομικής και
ιδιωτικής πρωτοβουλίας με απουσία ενός ολοκληρωμένου
συνολικού σχεδιασμού. Δημόσιους χώρους που έχουν αφεθεί
χωρίς καμία μέριμνα για την υπαίθρια ζωή των πολιτών.
Και όλα αυτά τα φαινόμενα, πιο έντονα στα χρόνια της
κρίσης, θεωρούνται αυτονόητα από τους πολίτες, οι οποίοι
βυθισμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας,
αποδέχονται την απουσία οποιασδήποτε παρέμβασης
βελτίωσης της εικόνας της πόλης.
Αν καταφέρουμε να
αγνοήσουμε τη σημερινή κατάσταση και να δούμε παραπέρα,
βλέπουμε να περνάει μπροστά στα μάτια μας ολόκληρη η
ιστορία της πόλης. Ξεκινάμε από τα σύμβολα της χαμένης
οικονομικής ευμάρειας, τα Καπνομάγαζα, τα οποία είναι τα
περισσότερα παρατημένα, αλλά και ελάχιστα αξιοποιημένα
αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν χρήσεις που μπορούν να
στεγαστούν σε ανάλογα παλιά κελύφη. Έπειτα, συναντάμε το
παλιό εμπορικό κέντρο του Αγ. Νικόλαου, αφημένο στις
παρεμβάσεις και στη βούληση του κάθε επαγγελματία,
αλλοιώνοντας τον ενιαίο μορφολογικό του χαρακτήρα.
Συνεχίζουμε στα διάσπαρτα διατηρητέα κτίρια, δείγματα
της αρχιτεκτονικής της εκάστοτε εποχής, όπως το σπίτι
του Κραντονέλλη και το παλιό Νησί, και στο πλήθος των
ιδιωτικών παλιών κατοικιών, κυρίως στους προσφυγικούς
οικισμούς. Καταλήγουμε σε νεότερα κτίρια – θύματα της
οικονομικής κρίσης ή της πολυδαίδαλης νομοθεσίας, όπως
το Παλιό Νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν πλέον
εκτεταμένες φθορές, το κουφάρι που βρίσκεται στην
ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας ή το παλιό
κολυμβητήριο, τμήμα του θαλάσσιου μετώπου που χρήζει
συνολικής ανάπλασης.
Στα χρόνια της κρίσης,
τα προβλήματα της ερείπωσης έχουν πληθύνει και ενταθεί,
αντικατοπτρίζοντας την εικόνα της κοινωνίας. Η
δικαιολογία της έλλειψης χρημάτων έχουν αυξήσει την
ανοχή μας απέναντι στα φαινόμενα αυτά. Η απουσία των
ιδιωτικών έργων και η δεδομένη δυσκολία των Δήμων να
διαχειριστούν το κτιριακό δυναμικό τους ή να ξεπεράσουν
τα γραφειοκρατικά εμπόδια και να προχωρήσουν στην
υλοποίηση προτάσεων για την αξιοποίηση κτιρίων και χώρων,
επιδείνωσε τις εικόνες εγκατάλειψης. Πολλά ερείπια πλέον
αποτελούν εστίες μόλυνσης ή δημόσιο κίνδυνο λόγω της
πιθανότητας κατάρρευσης.
Στις συνθήκες αυτές, η
ανάγκη για αντιμετώπιση του προβλήματος με συνολικό
σχεδιασμό, είναι επιτακτική. Ο Δήμος δεν μπορεί παρά να
διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, προσδιορίζοντας την
κατεύθυνση των παρεμβάσεων και οργανώνοντας τις μορφές
των συμπράξεων μεταξύ δημοσίου και των ιδιωτών -
ιδιοκτητών των ακινήτων για την ανεύρεση ενός εργαλείου
σχεδιασμού, κατάλληλου για την αξιοποίηση όλου του
κτιριακού δυναμικού της πόλης.
Με δεδομένη την
έλλειψη χρημάτων τόσο από τους ιδιώτες, όσο και από τους
Δήμους, η επανάχρηση των υφιστάμενων κτιρίων μέσα από
εργαλεία χρηματοδότησης μοιάζει μονόδρομος. Οι διάφοροι
φορείς της πόλης, όπως ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, το ΤΕΕ,
τα Επιμελητήρια, οφείλουν να έρθουν αντιμέτωποι με τις
ευθύνες τους και να συμπράξουν σε κάθε προσπάθεια
αναμόρφωσης της πόλης. Γιατί η επαναξιοποίηση των
εγκαταλελειμμένων κτιρίων μπορεί πραγματικά να αλλάξει
τη φυσιογνωμία της, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας,
να δώσει ώθηση στον τουρισμό και να πυροδοτήσει την
ανάπτυξη όλων των γύρω περιοχών.
Ως πρώτο βήμα για τη
δημιουργία μιας συνολικής πρότασης θεωρείται η εκπόνηση
ενός masterplan από το Δήμο σε συνεργασία και
διαβούλευση με τους φορείς, που μπορεί να δώσει τις
κατευθύνσεις των παρεμβάσεων, να ορίσει το θεσμικό
πλαίσιο, να διαμορφώσει τις συνθήκες για την αξιοποίηση
των εργαλείων χρηματοδότησης και να εξασφαλίσει τη
βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος.
Βρισκόμαστε σε μια
κρίσιμη στιγμή για τη φυσιογνωμία της πόλης και ως
αρχιτέκτονες δεν μπορούμε να σωπάσουμε. Αν τα μνημεία
αφεθούν ακόμα μερικά χρόνια απροστάτευτα απέναντι στις
καιρικές συνθήκες, οι ζημιές θα είναι ανεπανόρθωτες και
η διατήρησή τους ακόμα δυσκολότερη, ίσως και ανέφικτη.
Ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας και ας μην
κρυβόμαστε πίσω από πρόσκαιρες δικαιολογίες. Για μας το
γκρέμισμα των ιστορικών κτιρίων θεωρείται έγκλημα, τόσο
από άποψη κοινωνική, όσο και αισθητική. Και όσοι
αμφισβητούν τη σκοπιμότητα της αξιοποίησής τους και
υποστηρίζουν την κατεδάφισή τους, ας ρίξουν το βλέμμα
τους προς τα ιστορικά κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων και
τα οφέλη που προκύπτουν από τη διατήρησή τους.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
|